Ρε, τι έπαθα χθες τη νύχτα κι ακόμα να συνέλθω! Όλα ξεκίνησαν, όταν κοίταγα με μελαγχολία το απαγορευμένο σημερινό κουπόνι του ΟΥΕΦΑ και σαν να άκουσα μια φωνή. Αλλά η φωνή ερχόταν από μέσα μου. Παραπονιάρικη και καταγγελτική μαζί. Ένα περίεργο πράγμα. Άρχισε να μου γκρινιάζει για τον τρόπο που αντιμετώπιζα το στοίχημα όλα αυτά τα χρόνια.
"Παλιόγερε, με τις παραξενιές σου με έφαγες. Δεν σε αντέχω πια και θα στα πω! Παιχνίδι, μωρέ, το στοίχημα. Εμείς γιατί δεν παίξαμε πότε; Το παιχνίδι έχει χαρά και εμείς της γυρίσαμε την πλάτη όλα αυτά τα χρόνια, γιατί είχες αυτή την εμμονή με το κέρδος.
Στην ιεραρχία του στοιχήματος είχες βάλει στην κορυφή το κέρδος. Είχες έναν απίθανο τρόπο να απορρίπτεις το 90% του παιχνιδιού, γιατί έβλεπες ότι εκεί δεν μπορείς να βγάλεις κέρδος. Έβλεπες τους άλλους να χαίρονται το παιχνίδι καθημερινά -άλλοτε κερδισμένοι, άλλοτε χαμένοι- αλλά με πρόσωπα χαρούμενα από τη χαρά που έδινε το παιχνίδι. Και εσύ, γέρο Μπαζ, αγέλαστος, κλεισμένος στη φυλακή σου - μια φυλακή απ' όπου απουσίαζε η χαρά, μια φυλακή που αντί για κάγκελα είχε απαγορεύσεις.
Και όσο περνούσαν τα χρόνια γινόσουν όλο και πιο περίεργος. Λες κι είχες σκοπό να γίνεις ο επιλεκτικότερος των επιλεκτικών! 4 μήνες πάνε τώρα από τη τελευταία φορά που ποντάρισες και δεν συγκινήθηκες, μωρέ άχρηστε, να παίξεις ούτε μια δεκάρα. Τι άξια έχει, μωρέ, μια δεκάρα; Το ένα σου βρώμαγε, το άλλο σου ξίνιζε... Σε μάθαμε πια! Και το 'ξερες βαθιά μέσα σου πως έχει και χαρά μέσα το στοίχημα. Ξέρω, θα μου πεις εκεί ποντάρουν και οι μπουκ. Ρε, πόνταρε συ τη δεκάρα και ας στην πάρουνε, αρκεί να πάρεις τη χαρά!"
Δεν άντεξα να ακούω τη φωνή να μου λέει τι έχασα όλα αυτά τα χρόνια και για να ξεφύγω έβαλα αυτό το "εσύ τουμπ" -πώς το λένε- όπου μπορείς να δεις τα πάντα. Και είδα Δημήτρη Χορν στην ταινία "Αλλοίμονο στους νέους" να παίζει τον παλιόγερο που αποφασίζει να πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο για να ξανακερδίσει τη νεότητα.
Και κει που τελείωνε η ταινία και ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ, είδα μια λάμψη στην είσοδο της σπηλιάς και μια περίεργη μορφή έκανε την εμφάνισή της. Με πλησίασε και μου είπε: εγώ, γέρο Μπαζ, είμαι εδώ για σένα. Ήρθα να σου προσφέρω ότι στερήθηκες όλα αυτά τα χρόνια, τη χαρά! Όχι με το αζημίωτο φυσικά, πρέπει να πληρώσεις ένα μικρό τίμημα.
Την ψυχή σου, γέρο Μπαζ, μου δίνεις και σε πάω πίσω, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα - στα πρώτα κουπόνια. Να παίξεις να ευχαριστηθείς, γιατί στερημένο σε βρίσκω.
Μωρέ, πάρτη στη χαρίζω. Δεν αξίζει και τίποτα μπροστά σε αυτό που δίνεις. Μόνο να πάω πίσω θέλω, για να αποδείξω πως μπορεί να συνδυαστεί χαρά και κέρδος.
"Αλλά θέλω να μου κάνεις και συ μια χάρη, διαβολάκο", του λέω. "Θέλω να μου γράψεις δυο κουπόνια σημαδεμένα, να κερδίσουν σε εκείνο το περίεργο μπούκη, που σπάνια κερδίζεις, αλλά όταν κερδίσεις στα σκάει επιτόπου. Να μπω δυναμικά στο χώρο, γιατί δω πάνω με ξέχασαν και οι θεοί και για να έχω πολλές δεκάρες να τα σκάω, να το ευχαριστιέμαι και να πλερώνουμε."
"Πάρε αυτά τα κουπόνια", μου λέει, "κερδίζουν αρκετές χιλιάδες δεκάρες για τον πρώτο καιρό. Η συμφωνία έκλεισε!"
Και την ώρα που έφευγε, γυρνάει και μου λέει χαμογελώντας σατανικά: "Καλή τύχη, γέρο Μπαζ, θα σου χρειαστεί!"
Την ψυχή σου, γέρο Μπαζ, μου δίνεις και σε πάω πίσω, εκεί όπου ξεκίνησαν όλα - στα πρώτα κουπόνια. Να παίξεις να ευχαριστηθείς, γιατί στερημένο σε βρίσκω.
Μωρέ, πάρτη στη χαρίζω. Δεν αξίζει και τίποτα μπροστά σε αυτό που δίνεις. Μόνο να πάω πίσω θέλω, για να αποδείξω πως μπορεί να συνδυαστεί χαρά και κέρδος.
"Αλλά θέλω να μου κάνεις και συ μια χάρη, διαβολάκο", του λέω. "Θέλω να μου γράψεις δυο κουπόνια σημαδεμένα, να κερδίσουν σε εκείνο το περίεργο μπούκη, που σπάνια κερδίζεις, αλλά όταν κερδίσεις στα σκάει επιτόπου. Να μπω δυναμικά στο χώρο, γιατί δω πάνω με ξέχασαν και οι θεοί και για να έχω πολλές δεκάρες να τα σκάω, να το ευχαριστιέμαι και να πλερώνουμε."
"Πάρε αυτά τα κουπόνια", μου λέει, "κερδίζουν αρκετές χιλιάδες δεκάρες για τον πρώτο καιρό. Η συμφωνία έκλεισε!"
Και την ώρα που έφευγε, γυρνάει και μου λέει χαμογελώντας σατανικά: "Καλή τύχη, γέρο Μπαζ, θα σου χρειαστεί!"
“Δεν του 'πα να μου ράψει και κάνα κουστουμάκι”, σκέφτηκα σαν έμεινα μόνος μου. “Σαν το λέτσο ντύνομαι δω πάνω στις ερημιές. Μα στάσου", είπα φωναχτά, "έχω εκείνο το μπαούλο κάπου ξεχασμένο, που έχω κρατήσει κάτι ρούχα νεανικά. Κάνουν μέχρι να πάρω στο χέρι τον παρά.”
Για κάποιες στιγμές έμεινα αποσβολωμένος, σαν να ξύπνησα από όνειρο. “Ρε, σιγά μην γίνονται αυτά”, είπα κι έτρεξα να βρω το καθρεφτάκι που τραβώ τις ξούρες μου. Κάγκελο ο γέρο Μπαζ – που δεν ήταν πια γέρο Μπαζ, αλλά ένα τζόβενο!
Με γρήγορες δρασκελιές κατέβαινε τώρα το μονοπάτι που οδηγούσε στην πολιτεία, που την έλεγαν Μαύρη Γάτα…
συνεχίζεται…
ΥΓ. Η ιδέα είναι κλεμμένη από την ταινία "Αλλοίμονο στους νέους” με το Δημήτρη Χορν. Το πρώτο καστ έγινε στο φόρουμ του Ινφομπέτο “κουβέντες για στοίχημα”. Το βγάζουμε εδώ μήπως καταφέρουμε να το τελειώσουμε το ρημάδι…
Ήταν πολύ ωραίο. Λίγο γραφικό σε κάποια σημεία αλλά πολύ ωραίο. Συγχαρητήρια!
ΑπάντησηΔιαγραφή