- «Γέροντα, εχτές το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Και είναι πολύς καιρός τώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια. Περίεργες σκέψεις έχουν αρχίσει να μου κρατούν συντροφιά τις νύχτες, και δεν νομίζω να μου είναι εύκολο να μιλήσω γι' αυτές σ' εσένα.»
- «Παύλο, παιδί μου, είσαι τόσα χρόνια εδώ και πάντα μου μιλούσες. Τι σκέψεις είναι τώρα αυτές που δεν μπορείς να τις μοιραστείς μαζί μου; Μήπως κάποιος καινούριος πειρασμός αποφάσισε να σε δοκιμάσει;»
- «Πριν από πέντε χρόνια ήρθα σε αυτό το μοναστήρι, γιατί είχα πειστεί πως ο προορισμός μου ήταν να υπηρετήσω το Θεό, να γνωρίσω το Θεό. Όλα αυτά τα χρόνια μου στάθηκες. Ήσουν για μένα το φως που έδιωχνε τα σκοτάδια. Ένιωθα πως με έπαιρνες από το χέρι και με οδηγούσες σ' Αυτόν. Μα τους τελευταίους μήνες το φως γίνεται ισχνό, σαν να κυριαρχούν τα σκοτάδια μέσα μου. Μια φωνή να μου φωνάζει απ' τα εσώψυχά μου: ο δρόμος που πήρες δεν οδηγεί πουθενά, είναι χαμένος δρόμος. Πώς να βρεις το Θεό μακριά από τον άνθρωπο; Έχουν σφηνωθεί τόσα πολλά ερωτήματα στο κεφάλι μου που νομίζω θα σπάσει.»
Ο γέροντας διατήρησε την ψυχραιμία του σαν να περίμενε το ξέσπασμα του Παύλου. Κοιτώντας έξω από το παράθυρο το καταπράσινο τοπίο, άρχισε να μιλάει αργά, σαν να ήθελε να ζυγίσει την κάθε του λέξη. «Περίμενα καιρό αυτήν την ώρα, παιδί μου. Την έβλεπα να έρχεται. Την ονομάζω την πιο καθοριστική ώρα - την ύστατη δοκιμασία. Έφτασε η στιγμή να μετρήσεις την πίστη σου. Είτε ν' αγκαλιάσεις το Θεό αιώνια είτε να χαθείς στην αιωνιότητα. Κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί. Μονάχα ο Κύριος. Είσαι στην πιο δύσκολη ηλικία. Το αίμα σου βράζει. Και μόνο μέσα στο μοναστήρι μπορεί να σβήσει ετούτη η φωτιά. Με προσευχή και με νηστεία καταλαγιάζει το αίμα που κοχλάζει μέσα μας. Σου λέω ακόμα πως οι πιο πολλοί πειρασμοί βρίσκονται μέσα μας. Και όσοι βγαίνουν νικητές απ' αυτήν την πάλη συναντούν το Θεό. Οι χαμένοι οδεύουν προς την κόλαση. Αλήθεια, εσύ πού θέλεις να πας; Δεν βλέπεις πού σε οδηγούν οι πειρασμοί σου;»
- «Λέμε πειρασμοί, μα εγώ νιώθω πως με οδηγεί η ίδια μου η φύση. Σαν να έχω απομακρυνθεί και με καλεί πάλι κοντά της. Μια από τις σκέψεις μού γεννάει την εξής απορία: γιατί ήρθαμε εδώ πάνω; Γιατί τα εγκαταλείψαμε όλα; Είναι δύναμη η απομόνωση ή αδυναμία; Και πιστεύεις αλήθεια, γέροντα, πως ο Θεός θα καμαρώνει για μας βλέποντάς μας να ζούμε κρυμμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο;
Το ξέρω πως αυτές οι σκέψεις ακούγονται σαν βλασφημία, σαν αμαρτωλές σκέψεις. Αλλά δεν παύουν να είναι ανθρώπινες. Κι αν κάποιοι από μας όντως έχουν βρει το Θεό, τον αγγίζουν, συνομιλούν μαζί Του, γιατί δεν κατεβαίνουν κάτω στον κόσμο να αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός; Ο κόσμος παύει να πιστεύει. Τα τελευταία καταφύγια της πίστης είναι τα μοναστήρια. Κι αυτά θα χαθούν και μαζί τους θα χαθεί κι ο Θεός.
Μα εγώ θέλω να πάω κάτω στους ανθρώπους, εκεί νιώθω πως ανήκω. Και σου λέω πως ο άνθρωπος στην προσπάθειά του να βρει το Θεό, έχασε τον ίδιο τον άνθρωπο.»
-«Παιδί μου, οι σκέψεις σου είναι πονηρές σκέψεις, καταστροφικές. Και πολλές φορές οι σκέψεις μας είναι προάγγελος του χαμού μας. Μου μιλάς για τον άνθρωπο. Αλλά αυτός που είναι κοντά στο Θεό, που έχει δει το Θεό, τι μπορεί να προσφέρει σε αυτόν ο άνθρωπος - αυτό το ατελές ον που η μόνη του ελπίδα είναι να πλησιάσει το Θεό; Εκεί κάτω οι άνθρωποι ξέχασαν το Θεό. Έμαθαν να ζουν για το σήμερα και κοροϊδεύουν όσους ακόμα πιστεύουν σε Θεό.»
-«Μα, γέροντα, πιστεύω πως ο άνθρωπος που ξέχασε το Θεό του, το έκανε με περίσσιο πόνο, νιώθοντας ξεχασμένος κι ο ίδιος από Αυτόν. Ο ανθρώπινος πόνος και η δικαιολόγησή του ήταν που δημιούργησε τους θεούς. Γιατί ο άνθρωπος πίστεψε πως οι θεοί θα του απαλύνουν τον πόνο. Μα ο πόνος συνέχισε να συντροφεύει τον άνθρωπο για αιώνες.
Και κάποιο πρωί ένας αγανακτισμένος άθεος προφήτης ξεστόμισε αυτά τα λόγια: τα ανθρώπινα δάκρυα έγιναν ουράνια ποτάμια κι έπνιξαν τους θεούς. Μην τους γυρεύετε πια, δεν υπάρχουν, χάθηκαν! Ο άνθρωπος οφείλει να μάθει να ζει μόνος του!
Η οδύνη αυτού του κόσμου ήταν η χειρότερη κατηγορία κατά του Θεού. Κανείς άνθρωπός Του δεν μπόρεσε πειστικά να δικαιολογήσει το ατελές δημιούργημά Του. Όλα όσα βγήκαν από τα χείλη τους δεν ήταν παρά ψεύτικα λόγια. Μα τα ψέματα τελείωσαν και μαζί τους τελείωσαν και οι θεοί.
Ο ανθρώπινος πόνος έγινε ο φονιάς του Θεού. Και ποιος μπορεί να δικάσει ένα τέτοιο φονιά;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου