Σιμά στην όχθη του ποταμού καθόταν ένας γέρος συλλογισμένος. Θυμόταν τα νιάτα του, τις λύπες του, τις χαρές του, ολάκερη τη ζωή του. Σαν σε όνειρο του φαινόταν τώρα αυτά. «Ποιος διάολος ήρθε και με ξύπνησε», φώναξε δυνατά ο γέρος, «τώρα που τ’ όνειρο τελειώνει;» Και οι άνθρωποι, σκέφτηκε, πόσο λάθος κάνουν που ζουν τη ζωή τους λες και δεν ξέρουν πως κάποια στιγμή θα φτάσουν εδώ σε τούτο τον ποταμό.
Έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη του, γύρισε και είπε προς τον ποταμό: «εσύ βιαστικέ ποταμέ, κάτσε λίγο, στάσου να σου διαβάσω αυτό το λίγο που έγραψα σε ολάκερη τη ζωή μου. Τον πόλεμο τον έζησα, είδα τη φρίκη, είδα τον άνθρωπο να βγαίνει από τα βάθη της κολάσεως, είδα το τέρας των τεράτων. Είδα όλους αυτούς μετά τις σφαγές να κάνουν μεγάλους σταυρούς, είδα το φανατισμό των ανθρώπων και τρόμαξα…»
Σαν να του φάνηκε πως κοντοστάθηκε ο ποταμός, όταν ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. «Τι σου λέω και σένα;» συλλογίστηκε ο γέρος «θα έχεις ακούσει τόσα… Οι άνθρωποι», συνέχισε να διαβάζει ο γέρος, «εύκολα μιλούν εκεί που ξέρουν πως δεν θα πάρουν απαντήσεις. Φοβούνται τον θάνατο, ενώ δεν τους πειράζει που ζουν μια νεκρή ζωή. Θάβουν καθημερινά ότι υψηλό υπάρχει στον άνθρωπο, χωρίς λύπη και ντροπή, αλλά στον αναπόφευκτο θάνατο έμαθαν να κλαίνε καλά.
Φτιάξαμε τις ζωές μας μικρές, βολικές, θεοποιήσαμε το ατομικό μας συμφέρον, πατάμε επί πτωμάτων για μια καλύτερη θέση στο βούρκο. Και για να δώσουμε αξία στο βούρκο μας, δημιουργήσαμε το χρήμα. Ξέρεις πόσοι μικροί άνθρωποι κει πίσω περνιούνται για σπουδαίοι, επειδή κατάφεραν να εξασφαλίσουν καλύτερη θέση στο βούρκο; Ξέρεις πόσοι θα σε σκότωναν, αν επεδίωκες να καθαρίσεις το βούρκο; Ξέρεις πως υπάρχουν άνθρωποι που διαλαλούν στις αγορές ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει έξω από το βούρκο;
Τα υψηλά πάθη και ο έρωτας -όχι ο φτηνός, ο σαρκικός- ίσως έμειναν για να θυμίζουν πως ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να ζει μέσα στο βούρκο. Οι φωνές των ερωτευμένων, των τρελών ποιητών, των απροσκύνητων καλλιτεχνών, των φάλτσων τραγουδοποιών και των φτωχών δημιουργών αντηχούν σαν παραφωνία μέσα στο βάλτο. Όλοι αυτοί τραγουδούν το τραγούδι της ζωής, που γράφτηκε από ανθρώπους έξω απ’ το βάλτο. Εκεί όπου η ζωή παίρνει αξία. Μακριά από πειραγμένες ζυγαριές και κάλπικα αργύρια. Εκεί όπου ο άνθρωπος σηκώνει τα χέρια ψηλά, να δει μέχρι πού μπορεί να φτάσει…»
Διάβαζε ο γέρος δυνατά πια, άνοιγε την ψυχή του, μια ψυχή χορτασμένη από ζωή. «Έζησα σε δύσκολους καιρούς, αλλά δεν λύγισα. Ερωτεύτηκα τη ζωή, όχι σαν ανάγκη, αλλά σαν βαθιά επιθυμία. Για χάρη της μπήκα και στον πιο βαθύ βούρκο, αλλά δεν άφησα την ψυχή μου να λερωθεί. Βγήκα όμως και έξω από το βούρκο, χόρεψα με τους αγγέλους, τραγούδησα με τους θεούς, τσακώθηκα με δαίμονες – βγήκα νικητής, βγήκα χαμένος, τι σημασία έχει;
Τώρα βλέπω πως φτάνω στο τέλος της διαδρομής. Δεν θ’ αργήσει να έρθει και για μένα ο βαρκάρης. Κάνεις δεν ξεφεύγει από τούτον. Η σιγουριά του θανάτου – πόση αξία δίνει σε κάθε ανθρώπινη στιγμή; Αλλά αυτά έντεχνα έχουν σκεπαστεί βαθιά μέσα στο βούρκο. Έξω από κει όμως έμαθαν να χαίρονται την στιγμή, μικρή ή μεγάλη, καλή ή κακή, είναι η ίδια τους η ζωή.
Ξάφνου δυνατός αγέρας φύσηξε και πήρε το χαρτί από τα χέρια του γέρου. Ποιος ξέρει αν είχε τελειώσει με τις σημειώσεις του; Σαν να μην τον ένοιαζε πια σηκώθηκε, μια βάρκα πρόβαλε από το βάθος του ποταμού. Έβαλε το χέρι στην τσέπη σαν κάτι να έψαχνε και κοίταξε αγέρωχα τη σκοτεινή μορφή που οδηγούσε τη βάρκα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου