Έγραψα το πρώτο μου ποίημα στα νεανικά μου χρόνια. Δεν κατάλαβα γιατί το έγραψα, αλλά κατάλαβα γιατί δεν ξαναέγραψα. Αμυδρά θυμάμαι πως ήταν μελαγχολικό, όπως όλα τα ποιήματα. Η θλίψη πηγή δημιουργίας, σκέφτηκα και προτίμησα να χαρώ τα νιάτα μου. Έριξα λίγο αλκοόλ στο ποτήρι μου για να ξεφύγω από τον κύκλο των χαμένων ποιητών.
Υπήρξα άσωτος, μα δεν υπήρξα κακός. Φλερτάρισα με τον παράδεισο και με την κόλαση – μα με κέρδισε η γη. Βέβαια, όταν είσαι μικρός, δεν μπορεί να σε τρομάξει η καθημερινότητα και η ρουτίνα. Αυτά σου δίνουν ζωή τότε. Τα ακούσματά μου ήταν διαφορετικά. Ο Τζιμ Μόρισον με είχε συναρπάσει. Πόσα πολλά πέτυχε, σκεπτόμουν, μέχρι τα 27 που πέθανε. Η ζωή θέλει ποιότητα σκέφτηκα, όχι ποσότητα. Αλλά από τότε φαινόταν ο στραβός δρόμος που είχαμε πάρει.
Στα τριάντα πάλι με ξανακάλεσαν οι ποιητές στον κύκλο τους. Μα πώς να πήγαινα χωρίς σπουδές; Τράβηξα ψηλά στη Σαμαρίνα μοναχός μου, να βρω τον δρόμο μου. Εκεί ξεκίνησα πάλι να γράφω και χώρισα με το αλκοόλ - σαν φίλοι, όχι σαν εχθροί. Γι’ αυτό μάλλον δεν μου λείπει καθόλου.
Εκεί μου μπήκαν οι ιδέες για «το δρόμο προς την κορυφή» και το «απόπειρες γραφής». Έκανα και αίτηση στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο και με πήραν. 700 ευρώ το μάθημα, ανάθεμά τα, ήταν πολλά. Αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσαν να με δεχτούν στον κύκλο τους;
Δεν το έχω τελειώσει, να πω την αλήθεια. 8 μαθήματα πέρασα. Αιώνιος φοιτητής και εγώ. Στην Πάτρα ήταν και θυμάμαι τελείωνα το μάθημα και, αν ήταν Σάββατο, έτρεχα να προλάβω τους αγώνες των πέντε. Στην Πάτρα ήταν πάλι που πήγα και πήρα δίπλωμα προπονητών ποδόσφαιρου. Άλλη ιστορία εκεί, που καθρεφτίζει τα χάλια μιας χώρας που δεν προωθεί τους άξιους...
Από μικρό παιδί θυμάμαι μ άρεσε ο χειμώνας. Γι αυτό όταν μεγάλωσα πήρα μπάλα τα βουνά γιατί μου άρεσε να βλέπω το χιόνι να πέφτει. Ανάποδο θα με πεις. Ίσως σε προηγούμενη ζωή να ήμουν Εσκιμώος ή να πέρασα την ζωή μου στα κάτεργα της Σιβηρίας;
Δεν ψήφισα ποτέ κανένα κόμμα, δεν ζήτησα ποτέ τίποτα από κανένα κόμμα. Τους έβλεπα πάντα λίγους. Τώρα τους βλέπω ολίγιστους και συνάμα επικινδύνους. Δεν τους φοβάμαι – τους παρατρεχάμενους φοβάμαι, τους χειροκροτητές...
Τώρα θυμήθηκα άλλο ένα όνειρο που «είδα» στη Σαμαρίνα. Ήθελα να φτιάξω μια φάρμα μικρή. Ό,τι έβγαινε από κει, να ήταν βιολογικό, καθαρό. Εκεί κατάλαβα πως το πάθος σέρνει την οικούμενη. Μόνος μου πάλεψα με τη γη. Μα δεν υπήρχε κούραση, υπήρχε μια δίψα για δημιουργία που σου έδιωχνε την κούραση μακριά.
Μα η επιτυχία στον κόσμο που ζούμε είναι συνυφασμένη με τα αργύρια – απέτυχε το εγχείρημα. Πήρα όμως ικανοποίηση, όταν ήρθε ένας βαριά άρρωστος που έπρεπε να τρώει καθαρά πράγματα, χωρίς δηλητήρια, και μου ζήτησε να ψωνίσει από τον μπαξέ μου. Δεν του πήρα λεφτά όσες φόρες και να ήρθε. Αν τον έκλεισα για αυτόν, χαλάλι του.
Σαν εισαγωγικό σημείωμα μοιάζει αυτό. Αυτές τι μικρές ιστορίες θα τις βγάζουμε σιγά σιγά. Την επομένη φορά θα πούμε και πώς μπήκε και το στοίχημα στη ζωή μας. Δεν είναι ξέχωρο το κουμάρι από τον βίο μας. Δεν μπορεί ένας χειροκροτητής, ένας σκυφτούλης να θέλει να σταθεί όρθιος μπροστά στον μπουκ. Ποιος είμαι εγώ πρώτα θα αναρωτηθείς και μετά θα μπεις στην μάχη...
Υ.Γ. Στρίβω και κάνα τσιγαράκι, αλλά αυτό μην το πείτε στον καπνονόμο. Πώς τους κάναν τους καπνούς έτσι; Μπαίνω και τους διαλέγω... Με ενοχλεί πιο πολύ η υποκρισία τους παρά ο καπνός. Αλήθεια άραγε να νοιάζονται για την υγεία μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου