Ήταν μια κοπέλα, η Μυρτώ. Είχε μπει στην εφηβεία για τα καλά. Άβγαλτη αγάπησε έναν ξένο, έναν πραματευτή. Ήταν τότε στις παλιές εποχές που ο έρωτας έμενε συνήθως στα μάτια και στην καρδιά. Αγνές εποχές, αγνοί άνθρωποι, αγνοί και οι έρωτες.
Μα περνούσε ο καιρός κι ο πραματευτής δεν ερχόταν πια στα μέρη της. Αυτή περίμενε ν’ ακούσει την φωνή του, να τρέξει να τον δει. Μάταια όμως. Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά για τη Μυρτώ, αλλά δεν είχε νέα του πραματευτή της. Άλλοτε κοιμόταν κλαμένη, σίγουρη πως την ξέχασε, και άλλοτε έλεγε «δεν μπορεί, θα ‘ρθει».
Από το πανηγύρι της Παναγίας είχε να τον δει. Τώρα είχαν ρίξει τα δέντρα τα φύλλα τους, είχε μπει το φθινόπωρο για τα καλά κι η Μυρτώ έπεφτε σιγά σιγά σε μελαγχολία. Όχι στη μελαγχολία του φθινοπώρου. Λένε πως ο έρωτας τρέφεται με τα μάτια, μα αυτοί που τον έχουν βιώσει πιο βαθιά, ξέρουν πως θεριεύει πιότερο με την απουσία.
Ο χειμώνας έφερε τα χιόνια και πήρε την ελπίδα από τη Μυρτώ. Μαράθηκε, κλείστηκε στο σπίτι της και στο εαυτό της. Μάταια η γονείς της, οι δικοί της άνθρωποι προσπαθούσαν να βρουν τι έχει. Πώς μπορούσε να τους εκμυστηρευτεί τον έρωτά της για έναν γυρολόγο, έναν πραματευτή;
Άρχισε να δείχνει χαρούμενη, μα μέσα της πονούσε πιο πολύ. Ένοιωθε πως τον πρόδιδε, πως δεν τον αγαπούσε πια, αφού μπορούσε και γελούσε, έστω ψεύτικα.
Μια μέρα που έκανε πολύ κρύο, ένα πούλι στάθηκε στο τζάμι να ζεσταθεί. Άνοιξε το τζάμι η Μυρτώ και ψιθύρισε στο πουλί:
Εσύ διαβατάρικο πουλί,
μην είδες τον πραματευτή
που με έχει αφήσει μοναχή;
Τον αγαπώ τόσο πολύ!
Μα τι να πει και το πουλί;
Πέταξε, πήγε προς τα κει.
Κοίταξε μια την καψερή.
Ήξερε δεν θα τον ξαναδεί...
μην είδες τον πραματευτή
που με έχει αφήσει μοναχή;
Τον αγαπώ τόσο πολύ!
Μα τι να πει και το πουλί;
Πέταξε, πήγε προς τα κει.
Κοίταξε μια την καψερή.
Ήξερε δεν θα τον ξαναδεί...
Όλα περνούν και χάνονται. Κάπως έτσι, λίγο καιρό μετά η Μυρτώ βρέθηκε παντρεμένη με έναν κτηματία. Δεν μπόρεσε να την κάνει να ξεχάσει τον πραματευτή της, μα μπόρεσε να την κάνει να συνεχίσει τη ζωή της...
Δεν έδειχνε να πονάει η Μυρτώ, μόνο όταν ερχόταν πραματευτές στα μέρη της θυμούνταν τον δικό της πραματευτή κι αν ήταν μονάχη της, άφηνε να πέσει κάτω ένα δάκρυ της – για εκείνον...
Δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε ο πραματευτής. Λέγεται πως μπαρκάρισε σε καράβια και χάθηκε σε μέρη μακρινά. Δεν μάθαμε ακόμα, αν αγάπησε τη Μυρτώ, αλλά τι σημασία έχει, αφού γέρασαν μακριά και δεν ειδώθηκαν ποτέ πια...
Το βέλη του έρωτα πόσους χτυπούν!
Πόνο ή χαρά αυτά προκαλούν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου