Το έντονο φως κι η δυνατή φωνή του ήλιου με ξύπνησαν απότομα σήμερα. «Ξύπνα τεμπέλη, ξύπνα υπναρά! Ακόμα χάνεις το χρόνο σου μες στα σκεπάσματά σου; Εγώ σηκώθηκα ψηλά και εσύ είσαι ακόμα κάτω», μου φώναξε ο ζωοδότης ήλιος και συνέχισε. «Είσαι πολύ μεγάλος πια για να ξέρεις πως το να μένεις κάτω πολύ ώρα είναι σύμπτωμα παρακμής. Ακόμα γνωρίζεις πως η ζεστασιά των σκεπασμάτων φέρνει μαλθακότητα και η νωθρότητα «σκοτώνει τον πολεμιστή...»
Σηκώθηκα και τράβηξα για τη φύση, εκεί όπου πάντα υπάρχει κάτι να βρει ο άνθρωπος, αν δεν είναι ήδη χαμένος. Ο φωνακλάς ήλιος είχε φροντίσει να δείξει άλλη μια φορά το μεγαλείο του, αλλά και να αναδείξει το μεγαλείο της φύσης. «Πώς μπορούμε να ζούμε», αναρωτήθηκα, «έχοντας γυρίσει την πλάτη μας σε αυτές τις ομορφιές; Ποιος Θεός θα μας δικάσει, άραγε, γι’ αυτήν μας τη βλασφημία;»
«Κοίτα», μου λέει, «τι φως υπάρχει εδώ, μα εσείς προτιμάτε τα σκοτάδια! Όλα είναι φωτεινά εδώ, όλα είναι ανοικτά. Ανοίγουν τα πνευμόνια σου και το μυαλό σου. Εδώ τα «ακριβά» δώρα των πόλεων, μαζί με τα προβλήματα που τα ακολουθούν, φαίνονται αστεία. Αστείοι είναι και οι άνθρωποι που τρέχουν πίσω από αυτά, μα έχουν πάψει από καιρό να κοιτάζονται στους «καθρέπτες» τους.»
Καλά τα έλεγε ο παλιός τούτος Θεός. Είδα τα οργωμένα χωράφια και συλλογίστηκα.
Κάποτε ετούτη η γη έσφυζε από ζωή. Την καλλιεργούσε ο άνθρωπος μονάχα με τα χέρια του. Σηκωνόταν πριν από τον ήλιο και γύριζε στο σπίτι του μετά τον ήλιο. Δεν είχε έρθει ακόμα το παραμύθι της εντατικής καλλιέργειας. Με ιδρώτα και με κόπο έβγαιναν τα προϊόντα καθαρά από τη γη, χωρίς λιπάσματα και δηλητήρια.
Μετά ήρθαν οι «μέλισσες». Τώρα ψοφούν και αυτές, αφανίζονται. Κακό σημάδι, λένε τα γέρικα φίδια, για την ανθρωπότητα – αλλά ποιος νοιάζεται;
Με τα σκατά που ρίξαμε, βάλαμε χέρι στο οικοσύστημα. Όλα τα είχε η φύση υπολογισμένα. Για κάθε βλαβερό έντομο υπήρχε και το ωφέλιμο. Και η εκδίκησή της ήταν πως η αλόγιστη χρήση των δηλητήριων που ρίξαμε, μεγαλύτερο κακό έκανε στα ωφέλιμα παρά στα βλαβερά. Γι’ αυτό τους βλέπεις με τους ψεκαστήρες στην πλάτη. Στην αρχή, γιατί μετά βγήκαν οι τουρμπίνες και τα βυτία και άρχισαν να πεθαίνουν και οι άνθρωποι...
Λιπάσματα ρίξαμε στα σπλάχνα της και τραβήξαμε με βία τα αγαθά της. Μα στέρεψαν κι αυτά και τώρα μας σπρώχνουν στα μεταλλαγμένα - κι εκεί ίσως να μην υπάρχει γυρισμός. Άλλο ένα παρά φύσιν κατόρθωμα του ανθρώπου; Και ποιος νοιάζεται;
Πήραν τον κόσμο από τα χωράφια και τα χωριά, τάζοντας του δουλειές στις μεγαλουπόλεις – το αμερικάνικο όνειρο μάς χτύπησε και μας την πόρτα. Τώρα τελείωσαν οι δουλειές, τελείωσαν οι παράδες. Τώρα το όνειρο γίνεται εφιάλτης. Και το οξύμωρο είναι πως έφυγαν από κει για να γλυτώσουν από τη δύσκολη κι εφιαλτική ζωή τους...
Μα η φύση στέκει ακόμα μπροστά μου αγέρωχη. Περιμένει τον άνθρωπο που θα ξαναρίξει τον σπόρο από την αρχή. Ένα νέο αρχίνισμα, ένα βήμα προς τα πίσω, που όμως θα μας πάει μπροστά...
Υπάρχει ακόμα σπόρος, υπάρχει ακόμα χρόνος. Υπάρχουν χέρια καθαρά που μπορούν να φυτέψουν τον σπόρο της χαράς και της δημιουργίας. Υπάρχει ακόμα ελπίδα...
Μα δεν θα μας περιμένει εσαεί, μου είπε. Τότε ίσως να δοκιμάσουμε την εκδίκησή της ή την αδιαφορία της – δεν ξέρω ποιο θα είναι το χειρότερο. Αυτό που ξέρω είναι πως πρέπει να πολεμήσουμε για να μην χαθεί ο σπόρος...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: "Κοιτάζοντας το ταβάνι"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου